- εκζεστός
- ἐκζεστός, -ή, -όν (AM)βραστόςαρχ.(για αβγά) ο βρασμένος ώστε να γίνει σφιχτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκζεστόν — ἐκζεστός boiled masc/fem acc sg ἐκζεστός boiled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκζεστοί — ἐκζεστός boiled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκζεστούς — ἐκζεστός boiled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκζεστά — ἐκζεστός boiled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκζεστῶν — ἐκζεστός boiled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)